ἐπιμαρτυρῶ

ἐπιμαρτυρῶ
ἐπιμαρτύρομαι
call to witness
aor subj mp 1st sg (attic epic doric)
ἐπιμαρτυρέω
bear witness to
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιμαρτυρέω
bear witness to
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιμαρτυρέω
bear witness to
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιμαρτυρέω
bear witness to
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιμαρτυρώ — ἐπιμαρτυρῶ, έω (AM) [επίμαρτυς] επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα») αρχ. 1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον 2. μέσ. ἐπιμαρτυροῡμαι, έομαι εξορκίζω 3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία …   Dictionary of Greek

  • συνεπιμαρτυρώ — έω, MA επιμαρτυρώ κι εγώ, παρέχω κι εγώ τη διαβεβαίωση μου (α. «παρέξομαι τοῑς λόγοις. συνεπιμαρτυροῡντα τὰ πράγματα», Άνν. Κομν. β. «συνεπιμαρτυροῡντος τοῡ θεοῡ σημείοις», ΚΔ γ. «συνεπιμαρτυρεῑ ὁ βίος ἅπας», Αριστοτ.) αρχ. αστρολ. (για πλανήτες) …   Dictionary of Greek

  • επιμαρτύρησις — ἐπιμαρτύρησις, ἡ (AM) [επιμαρτυρώ] επιβεβαίωση, επικύρωση (αρχ) αστρολ. επιμαρτυρία …   Dictionary of Greek

  • επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • προσεμφανίζω — Α 1. καθιστώ κάτι πρόδηλο, εμφανίζω επιπροσθέτως 2. επιμαρτυρώ επιπροσθέτως («δωρεαῑς... τὴν περὶ αὐτὸν σπουδὴν προσεμφανίζων», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεπιμαρτυρώ — έω, Μ επιβεβαιώνω κι εγώ ως μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμαρτυρῶ «επιβεβαιώνω ως μάρτυρας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”