επιμαρτυρώ — ἐπιμαρτυρῶ, έω (AM) [επίμαρτυς] επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα») αρχ. 1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον 2. μέσ. ἐπιμαρτυροῡμαι, έομαι εξορκίζω 3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία … Dictionary of Greek
συνεπιμαρτυρώ — έω, MA επιμαρτυρώ κι εγώ, παρέχω κι εγώ τη διαβεβαίωση μου (α. «παρέξομαι τοῑς λόγοις. συνεπιμαρτυροῡντα τὰ πράγματα», Άνν. Κομν. β. «συνεπιμαρτυροῡντος τοῡ θεοῡ σημείοις», ΚΔ γ. «συνεπιμαρτυρεῑ ὁ βίος ἅπας», Αριστοτ.) αρχ. αστρολ. (για πλανήτες) … Dictionary of Greek
επιμαρτύρησις — ἐπιμαρτύρησις, ἡ (AM) [επιμαρτυρώ] επιβεβαίωση, επικύρωση (αρχ) αστρολ. επιμαρτυρία … Dictionary of Greek
επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… … Dictionary of Greek
προσεμφανίζω — Α 1. καθιστώ κάτι πρόδηλο, εμφανίζω επιπροσθέτως 2. επιμαρτυρώ επιπροσθέτως («δωρεαῑς... τὴν περὶ αὐτὸν σπουδὴν προσεμφανίζων», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
προσεπιμαρτυρώ — έω, Μ επιβεβαιώνω κι εγώ ως μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμαρτυρῶ «επιβεβαιώνω ως μάρτυρας»] … Dictionary of Greek